- εὐσεβέστατα
- εὐσεβήςpiousadverbial superlεὐσεβήςpiousneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐσεβεστάτας — εὐσεβεστάτᾱς , εὐσεβής pious fem acc superl pl εὐσεβεστάτᾱς , εὐσεβής pious fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανευλαβής — ές, ΜΑ εξαιρετικά ευλαβής, ευλαβέστατος, ευσεβέστατος. επίρρ... πανευλαβῶς (ΜΑ) με πολύ ευλαβή τρόπο, ευσεβέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐλαβής] … Dictionary of Greek
πανευσεβής — ές, ΜΑ εξαιρετικά ευσεβής, ευσεβέστατος. επίρρ... πανευσεβῶς Μ με πολύ ευσεβή τρόπο, ευσεβέστατα … Dictionary of Greek